οἶκτος

οἶκτος
οἶκτος, , (οἴζω)
A pity, compassion,

οἶ. δ' ἕλε λαὸν ἅπαντα Od.2.81

, cf. 24.438 ; οἶ. τις ἴσχει ἀποκτεῖναι a feeling of pity prevents him from . . , Hdt.5.92.γ, cf. Th.3.40 ;

οἴκτου πλέως S.Ph.1074

;

ἔχειν οἶκτον φρενί Id.Aj.525

;

ἐμοὶ γὰρ οἶ. δεινὸς εἰσέβη Id.Tr.298

;

ἐμοὶ μὲν οἶ. δεινὸς ἐμπέπτωκέ τις Id.Ph.965

;

θνητοὺς . . ἐν οἴκτῳ προθέμενος A. Pr.241

;

δι' οἴκτου ἔχειν τινά E.Hec.851

;

εἰσῆλθέ μ' οἶ. εἰ . . Id.Med. 931

: c. gen. objecti, compassion for . . ,

πόθος καὶ οἶ. τῆς πόλιος Hdt.

1.165, cf. E.Hec.519 : in A.Supp.486, οἰκτίσας ἰδών (Herm.) shd. be read for οἶκτος εἰσιδών.
2 lamentation, piteous wailing, Simon.4.3 ;

οἶ. οὔτις ἦν διὰ στόμα A.Th.51

;

τόνδε κλύουσαν οἶ. Id.Ch.411

(lyr.) ;

οἶκτον [οἰκτρὸν] ἀΐων Id.Supp.59

(lyr.) ;

κλύω τινὸς οἴκτου S.Tr.864

;

οὐκ οἴκτου μέτα Id.OC1636

: pl., παθόντος οἴκτοις by the wailings of the sufferer, A.Supp.386 (lyr.) ;

ἄϊον οἴκτους οὓς οἰκτίζῃ E.Tr.155

(anap.) ;

τοὺς ὀδυρμοὺς ἐξαιρήσομεν καὶ τοὺς οἴ. Pl.R.387d

;

οἴκτων λήγετε E.Ph.1584

, cf.And.1.48, Pl.Ap.37a,Lg.949b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οικτός — οἰκτός, ή, όν (Α) [οίγω] ανοιχτός …   Dictionary of Greek

  • οἶκτος — pity masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκτος — ο (ΑΜ οἶκτος) αίσθημα λύπης για την κατάσταση κάποιου, ευσπλαγχνία, συμπάθεια («δι οὶκτου χεῑρά θ ἱκεσίαν ἔχω», Ευρ.) νεοελλ. περιφρόνηση, αποτροπιασμός αρχ. 1. θρήνος, οδυρμός («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», Αισχύλ.) 2. αντικείμενο οίκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η… …   Dictionary of Greek

  • οίκτος — ο 1. συμπάθεια, λύπη, ευσπλαχνία για κάποιον: Είναι άξιος για οίκτο. 2. περιφρόνηση: Η αθλιότητά του προκαλεί οίκτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἶκτοι — οἶκτος pity masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶκτον — οἶκτος pity masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτοικτος — κάτοικτος, ον (Α) άξιος οίκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικτος (< οἶκτος), πρβλ. δύσ οικτος, έπ οικτος] …   Dictionary of Greek

  • έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… …   Dictionary of Greek

  • μεγάοικτος — μεγάοικτος, ον (Μ) πολύ εύσπλαχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + οἶκτος (πρβλ. φίλ οικτος)] …   Dictionary of Greek

  • νέοικτος — νέοικτος, ον (Α) ο πρόσφατος θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + οἶκτος «θρήνος, οδυρμός» (πρβλ. φίλ οικτος)] …   Dictionary of Greek

  • οικτοσύνη — οἰκτοσύνη, ἡ (Α) [οίκτος] οίκτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”